Τεμάχιο υφάσματος (κοπτικό)

  1. Physical-item (Item)
  2. Τεμάχιο υφάσματος (κοπτικό)
  3. ΤΖ.Ο.1.Κ2
  4. 738
  5. Αίγυπτος
  6. [-]
    • Τεμάχιο υφάσματος (κοπτικό). Λινό και μάλλινο. Διακοσμητικό τετράγωνο με ενυφασμένη διακόσμηση. Στο κεντρικό τετράγωνο, ψηλό αγγείο, από το οποίο εκφύονται συμμετρικοί κλάδοι, και εκατέρωθεν αυτού ιππείς, που ιππεύουν γρυπολέοντες. 6ος-7ος αι. Βλ. Ά. Αποστολάκη, Τα Κοπτικά Υφάσματα του εν Αθήναις Μουσείου Κοσμητικών Τεχνών, Ναύπλιο 1999 (2η έκδοση), σελ. 171, εικ. 141. Μελέτη από κ. Τσουρινάκη